εξεγείρω

εξεγείρω
εξήγειρα και εξέγειρα, εξεγέρθηκα, εξεγερμένος
1. εξάπτω, εξοργίζω, προκαλώ τη βίαιη αντίδραση: Η βαριά φορολογία θα εξεγείρει τους εργαζόμενους.
2. ξεσηκώνω σε επανάσταση, κάνω κάποιο να επαναστατήσει: Ο Υψηλάντης εξήγειρε τους Έλληνες.
3. το μέσ., εξεγείρομαι διαμαρτύρομαι, γίνομαι έξω φρενών εναντίον κάποιου, επαναστατώ: Εξεγείρομαι για την κατάφωρη αδικία που μου έγινε. – Η νεολαία εξεγέρθηκε στο Πολυτεχνείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεγείρω — awaken aor subj act 1st sg ἐξεγείρω awaken pres subj act 1st sg ἐξεγείρω awaken pres ind act 1st sg ἐξεγείρω awaken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεγείρω — εξεγείρω, εξήγειρα βλ. πίν. 143 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξεγείρω — (AM ἐξεγείρω) [εγείρω] 1. σηκώνω κάποιον, τόν κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο 2. διεγείρω, προκαλώ («μέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον») 3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες») 4. ξεσηκώνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • ἐξεγείρῃ — ἐξεγείρω awaken aor subj mid 2nd sg ἐξεγείρω awaken aor subj act 3rd sg ἐξεγείρω awaken pres subj mp 2nd sg ἐξεγείρω awaken pres ind mp 2nd sg ἐξεγείρω awaken pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεγείρετε — ἐξεγείρω awaken aor subj act 2nd pl (epic) ἐξεγείρω awaken pres imperat act 2nd pl ἐξεγείρω awaken pres ind act 2nd pl ἐξεγείρω awaken imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεγείρει — ἐξεγείρω awaken aor subj act 3rd sg (epic) ἐξεγείρω awaken pres ind mp 2nd sg ἐξεγείρω awaken pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεγείρομεν — ἐξεγείρω awaken aor subj act 1st pl (epic) ἐξεγείρω awaken pres ind act 1st pl ἐξεγείρω awaken imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεγείρουσι — ἐξεγείρω awaken aor subj act 3rd pl (epic) ἐξεγείρω awaken pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξεγείρω awaken pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέγειρε — ἐξεγείρω awaken pres imperat act 2nd sg ἐξεγείρω awaken aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐξεγείρω awaken imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέγειρον — ἐξεγείρω awaken aor imperat act 2nd sg ἐξεγείρω awaken imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐξεγείρω awaken imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”